ηδύπνους

ηδύπνους
-ουν και ηδύπνοος, -η, -ο (AM ἡδύπνους, -ουν και ἡδύπνοος, -οον)
1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός
2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.)
3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους
αρνί που τρέφεται ακόμη με το μητρικό γάλα, που δεν έχει γευθεί χορτάρι, αλλ. ηδύχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. ά-πνους, από-πνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἡδύπνους — ἡδύπνοος masc/fem nom pl ἡδύπνοος masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ηδύπνευστος — ἡδύπνευστος, ον (Α) ηδύπνους*, αυτός που πνέει γλυκά, ο γλυκόπνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πνευστος (< πνέω), πρβλ. ά πνευστος, πυρί πνευστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”